- κατάφορτος
- -η, -οβαριά φορτωμένος: Το μουλάρι είναι κατάφορτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάφορτος — η, ο (Α κατάφορτος, ον) φορτωμένος βαριά, παραφορτωμένος, καταφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φορτος (< φόρτος «φορτίο»), πρβλ. αντί φορτος, έμ φορτος] … Dictionary of Greek
κατάφορτον — κατάφορτος laden with masc/fem acc sg κατάφορτος laden with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφόρτους — κατάφορτος laden with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφορτα — κατάφορτος laden with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφορτοι — κατάφορτος laden with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμφορτος — ἔμφορτος, ον (Α) γεμάτος φορτίο, φορτωμένος, κατάφορτος («πλοῑον ἔμφορτον») … Dictionary of Greek
βρίθω — (Α βρίθω) είμαι κατάφορτος, είμαι γεμάτος από κάτι αρχ. 1. κάμπτομαι από το βάρος, λυγίζω 2. υπερισχύω, επικρατώ 3. παρέχω με αφθονία, φορτώνω κάποιον με δώρα κ.λπ. 4. είμαι βαρύς («ἔρις βεβριθυῑα» βαριά διαμάχη). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. βρίθω όσο… … Dictionary of Greek
κατάγομος — κατάγομος, ον (Α) [καταγέμω] ο κατάφορτος, ο παραφορτωμένος («καταγόμων ὄντων τῶν πλοίων», Διόδ.) … Dictionary of Greek
καταβαρής — καταβαρής, ές (AM) βαριά φορτωμένος, κατάφορτος («καταβαρεῑς νῆες», Δίων Κ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. αμφι βαρής, υπερ βαρής] … Dictionary of Greek
καταγέμω — κοταγέμω (Α) γεμίζω πολύ από κάτι, είμαι κατάφορτος («τιτάνου καταγέμουσα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γέμω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek